- σεληνιάζομαι
- ΝΑ, και σεληνάζω Α [σελήνη]1. επηρεάζομαι ψυχολογικά από τις φάσεις τής σελήνης2. πάσχω από επιληψίααρχ.1. ζω κάτω από την σελήνη2. (κατ' επέκτ.) μεταβάλλομαι, φθείρομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεληνιάζομαι — σεληνιάζομαι, σεληνιάστηκα, σεληνιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σεληνιάζομαι — σεληνιάστηκα, σεληνιασμένος, με πιάνει επιληψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεληνιαζομένων — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp fem gen pl σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιαζόμενον — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc acc sg σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιαζομένη — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιαζομένης — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιαζομένοις — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιαζομένου — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιαζομένους — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιαζόμενε — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)